- σκυρόστρωση
- [-ις (-εως)] η щебёночное покрытие
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σκυρόστρωση — και σκιρόστρωση και σκιρρόστρωση, η, Ν 1. η κατασκευή οδοστρώματος με σκυρόστρωμα 2. το σκυρόστρωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκύρο / σκίρ(ρ)ο «χαλίκι» + στρώση (πρβλ. χαλικό στρωση)] … Dictionary of Greek
σκυρόστρωση — η στρώσιμο του δρόμου με σκύρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λιθόστρωση — η η επίστρωση με πέτρες, αλλ. σκυρόστρωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθοστρώνω. Η λ., στον λόγιο τ. λιθόστρωσις, μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
σκιρ(ρ)όστρωση — η, Ν βλ. σκυρόστρωση … Dictionary of Greek
σκύρο — και σκίρο και σκίρρο, το, Ν 1. σύντριμμα πέτρας, χαλίκι 2. στον πληθ. τα σκύρα μικρά κομμάτια πέτρας ακανόνιστου σχήματος παραγόμενα στα λατομεία με την συντριβή λίθων σε ειδικά μηχανήματα και χρησιμοποιούμενα στη δομική για την παρασκευή… … Dictionary of Greek